ἐπῳδός — singing to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα … Dictionary of Greek
ἐπωιδόν — ἐπῳδός singing to masc/fem acc sg ἐπῳδός singing to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδόν — ἐπῳδός singing to masc/fem acc sg ἐπῳδός singing to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδοῦ — ἐπῳδός singing to masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδούς — ἐπῳδός singing to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδός — ἐπῳδός singing to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδοῖς — ἐπῳδός singing to masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδοί — ἐπῳδός singing to masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδοῦ — ἐπῳδός singing to masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)